πέζαρχος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ὁ, leader of infantry, X.Cyr.5.3.41.
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, das Fußvolk oder das Landheer anführend, Xen. Cyr. 5, 3, 41.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant de l'infanterie.
Étymologie: πεζός, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέζαρχος -ου, ὁ [πεζός, ἄρχω] infanteriecommandant.
Russian (Dvoretsky)
πέζαρχος: ὁ начальник пехоты Xen.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός του στρατού της ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -αρχος].
Greek Monotonic
πέζαρχος: ὁ, οδηγός του πεζικού, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πέζαρχος: ὁ, ὁ ἡγεμών, ἀρχηγὸς τῶν πεζῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 41· - πεζαρχέω, εἶμαι ἀρχηγὸς πεζῶν στρατιωτῶν, Θεμίστ. 152C.