περικωνέω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.
German (Pape)
[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
French (Bailly abrégé)
περικωνῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren.
Russian (Dvoretsky)
περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).
Greek Monotonic
περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).
Middle Liddell
fut. ήσω κῶνος
to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.