ποδονιψία

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

Greek Monolingual

η, Ν
εκκλ.
η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + νίψις (< νίπτω)].