προανέχω

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανέχω Medium diacritics: προανέχω Low diacritics: προανέχω Capitals: ΠΡΟΑΝΕΧΩ
Transliteration A: proanéchō Transliteration B: proanechō Transliteration C: proanecho Beta Code: proane/xw

English (LSJ)

A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6.
II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνέχω: v.l. ἀνέχω выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).

Greek (Liddell-Scott)

προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.

Greek Monolingual

Α
1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων
2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῖχος... τοῦ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].