προβόλιον

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβόλιον Medium diacritics: προβόλιον Low diacritics: προβόλιον Capitals: ΠΡΟΒΟΛΙΟΝ
Transliteration A: probólion Transliteration B: probolion Transliteration C: provolion Beta Code: probo/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of πρόβολος ΙΙ,
A boar-spear, X.Cyn.10.1, Philostr. Im.1.2 codd. (προβοβίῳ Benndorf), 28: metaph., Hyp.Fr.167.
II basket, Hsch.

German (Pape)

[Seite 712] τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
épieu de chasse.
Étymologie: πρόβολος.

Russian (Dvoretsky)

προβόλιον: τό [demin. к πρόβολος 4] охотничье копье, рогатина Xen.

Greek (Liddell-Scott)

προβόλιον: τό, ὑποκρ. τοῦ πρόβολος ΙΙ, «εἶδος τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.

Greek Monotonic

προβόλιον: τό, υποκορ. του πρόβολος II, είδος δόρατος για κυνήγι βοοειδών, σε Ξεν.

Middle Liddell

προβόλιον, ου, τό, [Dim. of πρόβολος II]
a boar-spear, Xen.