προδιαλέγω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A discuss before, Nicom.Ar.1.3 (Pass.); ἐν τοῖς προδιειλεγμένοις A.D. Pron.37.4.
II Med., with aor. Pass., speak, converse beforehand, περί τινος Isoc.12.6; τισι with…, PSI4.360.15(iii B.C.), D.H.3.71; ταῖς πόλεσι Plu.Pyrrh.22: abs., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθείς Isoc.12.199, cf. D.S.20.7.
2 euphemism in mal. part., D.C.Fr.87.4.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλέγω: συζητῶ πρότερον, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 70. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. ἀορ. διαλέγομαι, ὁμιλῶ ἢ συζητῶ ἐκ τῶν προτέρων, περί τινος Ἰσοκρ. 233Ε· τινί, μετά τινος, Διον. Ἁλ. 3. 71, Διόδ. 20. 7· ἀπολ., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθεὶς Ἰσοκρ. 274Ε.
Greek Monolingual
Α
1. συζητώ προηγουμένως
2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι
διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)
3. μέσ. (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλέγομαι «συνομιλώ, συναναστρέφομαι»].