προδιορίζω

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιορίζω Medium diacritics: προδιορίζω Low diacritics: προδιορίζω Capitals: ΠΡΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prodiorízō Transliteration B: prodiorizō Transliteration C: prodiorizo Beta Code: prodiori/zw

English (LSJ)

limit or define beforehand, D.S.12.2, Alex.Aphr.in Top.146.17, al.; βραχέα π. περί τινος D.S.1.4:—Med., ib.5, Ph.1.442, Hermog.Id.1.1, Aps.p.247H. (also, make arrangements beforehand, Orib.45.18.17):—Pass., Ph.1.631.

German (Pape)

[Seite 716] vorher begränzen, D. Sic. 1, 4.

Russian (Dvoretsky)

προδιορίζω: тж. med. заранее очерчивать или определять (περί τινος, med. ἀκριβῶς τι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

προδιορίζω: ὁρίζω προηγουμένως, Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα περί τινος Διόδ. 1. 4· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.

Greek Monolingual

Α
1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένωςβούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)
2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].