προσλιμενίζομαι
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
Pass., run into harbour, Sch.rec.A.Pers.70.
Greek (Liddell-Scott)
προσλῐμενίζομαι: καὶ -εύομαι, Παθ., προσορμίζομαι, εἰσέρχομαι εἰς λιμένα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 70, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΝΑ
εισέρχομαι και αγκυροβολώ σε λιμάνι, προσορμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λιμήν, -ένος].