προσυπογράφω

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπογράφω Medium diacritics: προσυπογράφω Low diacritics: προσυπογράφω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΩ
Transliteration A: prosypográphō Transliteration B: prosypographō Transliteration C: prosypografo Beta Code: prosupogra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],
A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590.
II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.

Russian (Dvoretsky)

προσυπογράφω: (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.