πρόστηση
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
η, Ν προΐστημι
(νομ.) ανάθεση της διεξαγωγής μιας υπηρεσίας με ευθύνη και εξάρτηση από τις οδηγίες του αναθέτοντος, χαρακτηριστικό στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης αυτού που αναλαμβάνει την εκτέλεση της υπηρεσίας, και που λέγεται προστηθείς, προς εκείνον που του αναθέτει την υπηρεσία αυτή και λέγεται προστήσας.