σεισίχθων

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισίχθων Medium diacritics: σεισίχθων Low diacritics: σεισίχθων Capitals: ΣΕΙΣΙΧΘΩΝ
Transliteration A: seisíchthōn Transliteration B: seisichthōn Transliteration C: seisichthon Beta Code: seisi/xqwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, earth-shaker, epithet of Poseidon, Pi.I.1.52, D.H.2.31, etc., cf. ἐνοσίχθων; of Zeus, Orph.H.14.8.

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
qui ébranle la terre (ép. de Poséidon).
Étymologie: σείω, χθών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεισίχθων -ονος, ὁ [σείω, χθών] aardschokker (Poseidon).

Russian (Dvoretsky)

σεισίχθων: ονος adj. потрясающий землю (эпитет Посидона) Pind., Luc.

English (Slater)

σεισίχθων earth shaking epithet of Poseidon. ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι (I. 1.52)

Spanish

que agita la tierra

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. ως προσωνυμία του Διός και του Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι- του σείω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασίχθων)].

Greek Monotonic

σεισίχθων: -ονος, ὁ (σείω), αυτός που σείει τη γη, επίθ. του Ποσειδώνα (που τον θεωρούσαν υπαίτιο των σεισμών), σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σεισίχθων: -ονος, ὁ, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ι. 1. 76, Διον. Ἁλ. 2. 31, κλπ., πρβλ. ἐνοσίχθων, ἐννοσίγαιος· ἐπί τοῦ Διός, Ὀρφ. Ὑμν. 14. 8.

Middle Liddell

σεισί-χθων, ονος, ὁ, σείω
earth-shaker, epithet of Poseidon, Pind.

Léxico de magia

que agita la tierra de Apolo-Helios σεισίχθων, φώσφωρ, ἐλθὲ ἱλαρὸς καὶ ἐπήκοος τῷ σῷ προφήτῃ tú que agitas la tierra, portador de luz, ven propicio y obediente a tu profeta P III 255 (cj. Pr.)