σεμνολογέω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογέω Medium diacritics: σεμνολογέω Low diacritics: σεμνολογέω Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: semnologéō Transliteration B: semnologeō Transliteration C: semnologeo Beta Code: semnologe/w

English (LSJ)

speak solemnly, use fine phrases, ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; ἀμφί or περί τινος App.Hisp.18, BC1.9; τι περί τινος Luc.Sacr. 5:—also Med. σεμνολογέομαι, talk in solemn phrases, D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.Am.50; τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ. Plu.Sull. 13.

German (Pape)

[Seite 871] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; ἀμφί τινος, App. Hisp. 18.

French (Bailly abrégé)

σεμνολογῶ :
parler avec gravité ou avec emphase : σ. τι περί τινος dire qch de qqn en termes graves ou emphatiques ; τινι ὡς dire gravement à qqn que.
Étymologie: σεμνολόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογέω: тж. med.
1 торжественно говорить Dem.;
2 с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).

Greek Monotonic

σεμνολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με σοβαρότητα και σεμνότητα, σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., σεμνολογέομαι, μιλώ με σοβαρές, επίσημες φράσεις, μιλώ πανηγυρικά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογέω: ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, λέγω εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ περί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι περί τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.

Middle Liddell

σεμνολογέω, fut. -ήσω
to speak gravely and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to talk in solemn phrases, Dem. [from σεμνολόγος