στάμα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Μ
1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος
2. η θέση του αυτοκράτορα στον ιππόδρομο
3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμαπόλεμος», Θεοφάν. Ομ.)
4. στον πληθ. τὰ στάματα
τα πλευρά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă- του ἵστημι + κατάλ. -μα].
(II)
το, Ν
βλ. στάγμα.