συμφοιτάω

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφοιτάω Medium diacritics: συμφοιτάω Low diacritics: συμφοιτάω Capitals: ΣΥΜΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: symphoitáō Transliteration B: symphoitaō Transliteration C: symfoitao Beta Code: sumfoita/w

English (LSJ)

Ion. συμφοιτέω, go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq.988 (lyr.), Pl.Euthd.272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; παρά τινα Pl.Euthd. 304b, etc.; εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23; εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16. (Cf. φοιτάω 1.5, φοιτητής.)

German (Pape)

[Seite 992] mit, zugleich, zusammen häufig oder gewöhnlich wohin gehen; Ar. Equ. 983; παρά τινα, Plat. Euthyd. 304 b; Dem. 39, 24 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

συμφοιτῶ :
fréquenter ensemble une école : τινι aller à l'école avec qqn, être camarade d'école.
Étymologie: σύν, φοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φοιτάω, Att. ξυμφοιτάω samenkomen. samen (met...) naar school gaan; met dat. met iem..; Luc. 31.3; met παρά + acc. bij iem.. Plat. Euthyd. 304b.

Russian (Dvoretsky)

συμφοιτάω: ион. συμφοιτέω
1 вместе хаживать: σ. ἐς τωυτό Her. собираться в одно место;
2 вместе посещать школу Arph., Plat., Dem.: σ. τινι Luc. ходить в школу с кем-л.; σ. παρά τινα Plat. ходить в школу к кому-л.; εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖά τινι σ. Xen. ходить с кем-л. в одну и ту же школу, т. е. быть чьим-л. школьным товарищем.

Greek Monotonic

συμφοιτάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, συχνάζω κάπου από κοινού, σε Ηρόδ.· ιδίως φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφοιτάω: Ἰων. -έω, φοιτῶ, συχνάζω ὁμοῦ εἴς τινα τόπον, Ἡρόδ. 2. 60., 4. 180· κυρίως φοιτῶ εἰς σχολεῖον ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 988, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Δημ., κλπ.· τινί, μετά τινος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· παρά τινα Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β, κτλ.· εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖα ἐκείνῳ Ξεν. Συμπ. 4. 23· εἴς τινος Ἀριστείδ. 1. 520. Πρβλ. φοιτάω 1. 5, φοιτητής.

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
to go regularly to a place together, Hdt.: esp. to go to school together, Ar., Dem., etc.; τινί with one, Luc.