ταπείνωση

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

η / ταπείνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, ηθική μείωση, εξευτελισμός
μσν.-αρχ.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. ελάττωση ύψους
2. σμίκρυνση
3. ελάττωση οιδήματος
4. φαυλότητα ύφους
5. αστρολ. απόκλιση αστέρα ή πλανήτη.