τριχοῦ
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
Adv. in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.
French (Bailly abrégé)
adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχοῦ [τρίχα] adv., op drie plaatsen.
German (Pape)
adv., an drei Orten, Stellen, Her. 7.36.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].
Greek Monotonic
τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.