φασαρίας

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ο, Ν φασαρία
(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας
2. φρ. «καπετάν-φασαρίας» — άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας.