φθόνησις
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
φθονήσεως, ἡ, jealous refusal, S.Tr.1212.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.
Russian (Dvoretsky)
φθόνησις: εως ἡ Soph. = φθόνος.
Greek (Liddell-Scott)
φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α φθονῶ
άρνηση που οφείλεται στο αίσθημα του φθόνου.
Greek Monotonic
φθόνησις: -εως, ἡ, φθονερή άρνηση, σε Σοφ.
Middle Liddell
φθόνησις, εως,
a jealous refusal, Soph.