φλογόομαι
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Middle Liddell
φλογόομαι, φλόξ, Pass. to blaze, Theophr.
Greek Monotonic
φλογόομαι: (φλόξ), Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Θεόκρ.
Greek Monolingual
φλογῶ, φλογόω, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
βάζω φωτιά, καίω
νεοελλ.
1. πυρακτώνω
2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες
3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τον πιάνει αλλεργία, φλογώνει»)
μσν.-αρχ.
παθ. φλογοῦμαι, φλογόομαι
καίγομαι
αρχ.
παθ. μτφ. μέ καίει έντονο ερωτικό πάθος.