φοινικόπεδος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπεδος Medium diacritics: φοινικόπεδος Low diacritics: φοινικόπεδος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: phoinikópedos Transliteration B: phoinikopedos Transliteration C: foinikopedos Beta Code: foiniko/pedos

English (LSJ)

φοινικόπεδον, with red bottom or ground, of the Red Sea, φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς.. χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπεδος: с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων φοινικοῦ χρώματος πυθμένα, ἐπίθετον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, φοινικόπεδόν τ’ Ἐρυθρᾶς... χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύπεδος, χαλκόπεδος].