φρενιάζω
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
Ν
1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω
2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι
β) κάνω πολύ θόρυβο
γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή», Παλαμ.)
δ) (για τα στοιχεία της φύσης) ξεσπώ με σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρεν- της λ. φρήν, φρενός
(πρβλ. πληθ. φρένες)].