φρικιώ

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ
ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω
νεοελλ.
1. αισθάνομαι φρίκη
2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής (πρβλ. ἀρρωστιῶ, ναυτιῶ, ὠχριῶ)].