χαζός

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας
β) (κατ επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας
2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»).
επίρρ...
χαζά Ν
με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι. Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το επίθ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. χασμός «χασμουρητό» και χανδός «αυτός που έχει μεγάλη τρύπα», με παρασυσχετισμό προς τη λ. χάζι].