χορήγιον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό,
A = χορηγεῖον 1, D.19.200, Poll.4.106.
II pl., supplies for an army, Plb.1.17.5, al.: generally, maintenance, PRyl.181.7 (iii B. D.).
III (in Dor. form χοράγιον) stage-building in a theatre, BGU1028.21 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1365] τό, dor. u. att. χοραγιον, der Ort, das Haus, wo der Chor zur Aufführung seiner Reigentänze u. Gesänge vorbereitet, unterrichtet u. eingeübt ward, Dem. 19, 200; s. die unter χορηγεῖον angeführten Stellen. – Auch Schatzkammer, Magazin. – Τὰ χορήγια = ἡ χορηγία, Pol. 1, 17, 5 u. öfter; Lob. Phryn. p. 517.
Russian (Dvoretsky)
χορήγιον: τό
1 Dem. v.l. = χορηγεῖον 1;
2 pl. запасы (τὰ χορήγια καὶ ἡ ἄλλη παρασκευή Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
χορήγιον: ἴδε ἐν λ. χορηγεῖον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χοράγιον, τὸ, Α χορηγός
1. χορηγεῖον
2. το οικοδόμημα της σκηνής
3. συν. στον πληθ. τὰ χορήγια
τα απαραίτητα για την ζωή.
Greek Monotonic
χορήγιον: βλ. χορηγεῖον II.
Middle Liddell
[v. χορηγεῖον II.]