χωνευτικός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
German (Pape)
[Seite 1386] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωνευτικός, -ή, -όν, ΝΜ χωνεύω / χωνευτός
νεοελλ.
1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης («χωνευτικό νερό»)
2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση.