ψαθί

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. α) κοινή ονομασία του φυτού τύφη, αλλ. ψάθα ή ψαθάκι
β) κοινή ονομασία του φυτού βούτομος
2. καπέλο, συνήθως ανδρικό, από ψάθα
3. μικρή ψίαθος, στέλεχος διαφόρων αγρωστωδών φυτών μικρού μεγέθους, ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιάθιον, υποκορ. του ψίαθος, με αποβολή του -ι- (πρβλ. σιαγόνιον: σαγόνι, σίαλον: σάλιο)].