ψεφαυγής
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
German (Pape)
[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.
Greek (Liddell-Scott)
ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.
Greek Monolingual
-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].
Greek Monotonic
ψεφαυγής: -ές, γεν. -έος (αὐγή), αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ψεφ-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, i.e. glimmering, gloomy, Eur.