недолговечный
From LSJ
Russian > Greek
ἄχρονος, βραχυχρόνιος, ὀλιγοχρόνιος, ταχύποτμος, μινυνθάδιος, βραχύβιος, ὀλιγόβιος, μινυώριος, ταχύμορος, παναώριος, ὠκύμορος, ἡμέριος, ἁμέριος
ἄχρονος, βραχυχρόνιος, ὀλιγοχρόνιος, ταχύποτμος, μινυνθάδιος, βραχύβιος, ὀλιγόβιος, μινυώριος, ταχύμορος, παναώριος, ὠκύμορος, ἡμέριος, ἁμέριος