нежный
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Russian > Greek
κοῦφος, τέρην, λεῖος, ἀταλός, γλυκύθυμος, ἤπιος, θηλυδριώδης, θηλύπους, λειριόεις, κυπρίδιος, μαλακός, τεράμων, μυέλινος, ἡδύπνοος, ἡδύπνους, ἁδύπνοος, ἁπαλός, ἀπαλός, πρᾷος, τρύχνος, τρυφερός, ἀμαλός, ἁβροφυής, ἄτριπτος, λεπτός, δροσόεις, δροσώδης, εὔκρατος, ἁβρός, προσηνής, προσανής, ποτανής, ὑαλόεις, δίυγρος, ὑάλεος, τακερός, ῥαδινός, βραδινός, ὑγρός