проницательный
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Russian > Greek
συνετός, βαθύβουλος, ἀγχίνοος, ἀγχίνους, δριμύς, στοχαστικός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, διορατικός, ὀξύφρων, βαθύφρων, βαθυγνώμων, πευκάλιμος, λεπτογνώμων, σαφής