ἀββᾶς

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀββα Medium diacritics: ἀββα Low diacritics: αββα Capitals: ΑΒΒΑ
Transliteration A: abba Transliteration B: abba Transliteration C: abba Beta Code: a)bba

English (LSJ)

ἀββᾰ or ἀββᾶς, ὁ, fr. Hebr. or Aramaic, father, of God, Ev.Marc.14.36.
2. title of respect given to monks, esp. abbots, ITyr200 (a.d. 609), SEG30.1689, written ἀβᾱ 31.1430 (both Palestine, vi/vii a.d.), PKöln 111.19. (v/vi a.d.), POxy.2480.31 (vi a.d.); see also ἄππα, ἄππας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀββᾶς: ᾶ, ὁ· πατήρ, προσωνυμία ἀπονεμομένη χάριν σεβασμοῦ εἰς ἡλικιωμένους μοναχούς. Παλλαδ. Λαυσ. 1011D. Ἱερώνυμ. VII, 374Β. Ἀποφθ. 80Α. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος. 336D. Νεώτερός ἐστι, καὶ διατὶ καλεῖς αὐτὸν ἀββᾶν; Λεοντ. Κυπρ. 1728D. ― Ἐνίοτε ὁ τύπος ἀββᾶ εἶναι ἐν χρήσει ἐν ἁπάσαις ταῖς πτώσεσιν, Ἀθαν. ΙΙ, 980D, Ἀββᾶ Πάμμων. Σεραπ. Αἰγύπτ. 940 Α. Β. Παλλαδ. Λαυσ. 1026D, Ἀββᾶ Ὤρ ὄνομα αὐτῷ. 2) ἀββᾶς = ὁ ἡγούμενος μοναστηρίου. Παχώμ. 948C. Νειλ. 244Β. Ἰωάνν. Μοσχ. 2988Α. Ὁ ἀββᾶς τοῦ Σινᾶ. Ἰουστ. Νεαρ. 123, 34. Βασιλικ. 4, 1, 2.