ἀελπτέω

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελπτέω Medium diacritics: ἀελπτέω Low diacritics: αελπτέω Capitals: ΑΕΛΠΤΕΩ
Transliteration A: aelptéō Transliteration B: aelpteō Transliteration C: aelpteo Beta Code: a)elpte/w

English (LSJ)

have no hope, despair, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

Spanish (DGE)

desesperar ἀ. σόον εἶναι Il.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

French (Bailly abrégé)

ἀελπτῶ :
seul. part. prés.
ne point espérer, ne pas s'attendre à, inf..
Étymologie: ἄελπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀελπτέω ἄελπτος niet verwachten, niet (durven) hopen, met AcI.

Russian (Dvoretsky)

ἀελπτέω: (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.

Greek (Liddell-Scott)

ἀελπτέω: εἶμαι ἄελπτος, δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι, Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.

English (Autenrieth)

be hopeless; ἀϝελπτέοντες σόον εἶναι, ‘despairing of his safety,’ i. e. ‘recovering him safe beyond their hopes,’ Il. 7.310†.

Greek Monotonic

ἀελπτέω: (ἄελπτος), δεν έχω ελπίδα· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄελπτος
to have no hope, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.; ἀ. ὑπερβαλέεσθαι Hdt.