ἀναπλόω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
A unfold, open, ταρσὸν ἀναπλώσας Mosch.2.60; τὰς θύρας Babr.74.3:—Pass., of pods or flowers, Dsc.2.159, 4.113.
2 cause to expand, τῷ ἀναπλοῦν τὰ σώματα τὴν θερμότητα Anon. in Cat.49.26.
II explain, unravel, Anon.in Tht.23.6, Corp.Herm.1.16, Procl.in Euc.p.4F.; ἀπορίαν Simp.in Ph.441.11.
III simplify, μέχρι τοῦ ἑνός Dam.Pr.5:—so in Pass., of compounds, ἀναπλοῦσθαι = to be resolved into simple elements, Ph.1.433 (s.v.l.): pf. part. Pass. ἀνηπλωμένος = open, shallow, λοπάδας PHolm.11.17. Adv. ἀνηπλωμένως = at length, in detail.
Spanish (DGE)
I 1desplegar, abrir (πτέρυγας) Mosch.2.60, τὰς θύρας Babr.74.3
•en v. med. abrirse de flores, Dsc.2.159, 4.113
•en part. perf. ἀνηπλωμένος = abierto, hondo λοπάδας PHolm.66.
2 fig. explicar, desvelar τὰς κοινὰς ἐννοίας Anon.in Tht.23.6, τὸ συνεσπειραμένον Procl.in Cra.54.7, τὴν ἀτραπὸν ἀναπλοῦντα τῆς γενέσεως Procl.in Cra.69.10, τὸν πρῶτον λόγον Corp.Herm.1.16, τοῦ νοῦ τὴν ἀμετρίαν Procl.in Euc.4.11, ἀπορίαν Simp.in Ph.441.11.
3 dilatar τῷ ... ἀναπλοῦν τὰ σώματα τὴν θερμότητα Anon.in Cat.49.26.
II simplificar μέχρι τοῦ ἑνός Dam.Pr.5
•en v. pas. ser reducido, ἀναπλοῦσθαι πάλιν εἰς τὰς ἐξ ὦν ἀπετελέσθη ποιότητας Ph.1.433.
German (Pape)
[Seite 202] entfalten, ausbreiten, Diosc.; θὐραν, öffnen, Babr. 74, 3.
French (Bailly abrégé)
ἀναπλῶ :
ouvrir (une porte).
Étymologie: ἀνά, ἁπλόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπλόω: отворять, открывать (θύραν Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλόω: ἀνοίγω, ξεδιπλώνω, ταρσὸν ἀναπλώσας Μόσχ. 2. C0· τὰς θύρας Βαβρ. 74. 3.