ἀπολωτίζω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολωτίζω Medium diacritics: ἀπολωτίζω Low diacritics: απολωτίζω Capitals: ΑΠΟΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: apolōtízō Transliteration B: apolōtizō Transliteration C: apolotizo Beta Code: a)polwti/zw

English (LSJ)

= ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.

Spanish (DGE)

tronchar como si de flores se tratase κόμας E.IA 792, νέους E.Supp.449.

German (Pape)

[Seite 314] Blüten abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.

French (Bailly abrégé)

déflorer ; arracher en gén.
Étymologie: ἀπό, λωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολωτίζω: досл. срывать цветы, перен. отторгать, похищать (τινὰ πατρίδος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.

Greek Monolingual

ἀπολωτίζω (Α) λωτίζω
1. κόβω τα άνθη ενός φυτού
2. κόβω, τέμνω.

Greek Monotonic

ἀπολωτίζω: μέλ. -σω, δρέπω, μαζεύω άνθη· γενικά, δρέπω, αποσπώ, αποσπώ, σε Ευρ.

Middle Liddell

to pluck off flowers: generally, to pluck off, cut off, Eur.