ἀρτιθαλής

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιθᾰλής Medium diacritics: ἀρτιθαλής Low diacritics: αρτιθαλής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: artithalḗs Transliteration B: artithalēs Transliteration C: artithalis Beta Code: a)rtiqalh/s

English (LSJ)

ἀρτιθαλές, just budding or blooming, AP5.197 (Mel.); ἐλπίδες Epigr.Gr.348 (Cius); of persons, Nonn. D. 3.312,al.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰλής) -ές
I 1recién florecido στέφανοι AP 5.198 (Mel.), κῆπος Nonn.D.2.78.
II 1fig. de pers. en la flor de la edad ἄλοχος IUrb.Rom.1184 (II d.C.), κούρη Nonn.D.14.161, cf. 10.249, Par.Eu.Io.9.21
de anim. tierno νεβρός Nonn.D.11.85.
2 de abstr. apenas florecido ἐλπίδες IKios 88.2 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 362] στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῦρος Nonn. D. 9, 201.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frais éclos.
Étymologie: ἄρτι, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰλής: недавно расцветший, т. е. свежий (στέφανος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰλής: -ές, μόλις βλαστάνων ἢ ἀνθῶν, Ἀνθ. Π. 5. 198· ἐλπίδες Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 348.

Greek Monolingual

ἀρτιθαλής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που μόλις άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.

Middle Liddell

θάλλω
just budding or blooming, Anth.