ἀφίδρυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, setting up a statue, erection, Id.8.7.2, Plu. 2.1136a.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 elemento transferido de un santuario para hacer una filial Ἴωνας αἰτεῖν πέμψαντας ... τὸ βρέτας τοῦ Ποσειδῶνος, εἰ δὲ μή, τοῦ γε ἱεροῦ τὴν ἀφίδρυσιν Heraclid.Pont.46a.
2 erección, colocación de una estatua θεαροδόκον ... διὰ τὰν ἀφίδρυσιν τοῦ θεοῦ IG 42.60.10 (Epidauro II a.C.), καὶ ἡ ἐν Δήλῳ δὲ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ ἀφίδρυσις ἔχει ἐν μὲν τῇ δεξιᾷ τόξον, ἐν δὲ ἀριστερᾷ Χάριτας Plu.2.1136a.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, das Aufstellen, Weihen einer (nach einem Vorbild gearbeiteten) Statue, τοῦ ἱεροῦ Strab. VIII, 7, 384; Plut. de mus. 14 ἀγάλματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίδρῡσις: εως ἡ установление, установка (ἀγάλματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίδρῡσις: -εως, ἡ, ἵδρυσις ἢ καθιέρωσις ἀγάλματος πεποιημένου κατ’ ἀπομίμησιν ἀρχετύπου, Στράβων 385, Πλούτ. 2. 1136Α.
Greek Monolingual
ἀφίδρυσις, η (Α) αφιδρύομαι
το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο.
Translations
erection
Bikol Central: pagtugdok; Bulgarian: построяване; Finnish: rakentaminen, pystytys; French: érection; Galician: erección; German: Errichtung; Greek: ανέγερση, οικοδόμηση; Italian: erezione; Japanese: 建築, 建設; Latin: erectio; Macedonian: подигање; Nepali: ठाडो हुनु; Polish: wzniesienie, erekcja; Portuguese: ereção; Russian: сооружение, возведение, строение, строительство; Scottish Gaelic: togail; Turkish: inşa, inşa etme, dikme