ἀφορμίζομαι
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
Med., loose one's ships from harbour, ναῦς E.IT18.
Spanish (DGE)
soltar, largar amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.IT 18, cf. Th.2.83, pap. en Sitz.Heid.1923(2).p.23.
German (Pape)
[Seite 414] ναῦς χθονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. sbj. 2ᵉ sg. ἀφορμίσῃ;
faire sortir du port (ses vaisseaux).
Étymologie: ἀπό, ὁρμίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφορμίζομαι: отталкивать от берега: ἀ. ναῦς χθονός Eur. отчаливать, отплывать.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορμίζομαι: λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, κάμνω ὥστε να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, ἔνθα ὅμως, ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ ἀφορμάω, εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή.
Greek Monolingual
ἀφορμίζομαι (Α)
λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. αφ- (< απο-) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»].