ἐναντιογνώμων

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐογνώμων Medium diacritics: ἐναντιογνώμων Low diacritics: εναντιογνώμων Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: enantiognṓmōn Transliteration B: enantiognōmōn Transliteration C: enantiognomon Beta Code: e)nantiognw/mwn

English (LSJ)

ἐναντιογνώμον, gen. ονος, (γνώμη) of contrary opinion, ib.29: Glossaria on ἀγνώμων, Sch.S.OC86.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene una opinión contraria ἐναντιόβουλοι καὶ ἐναντιογνώμονες Vett.Val.60.15.
2 implacable, inflexible, severo glos. a ἀγνώμονες Sch.S.OC 86P.

German (Pape)

[Seite 827] ονος, von entgegengesetzter Ansicht, Schol. Soph. O. C. 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιογνώμων: -ον, (γνώμη) ἔχων ἐναντίαν γνώμην, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 86.

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ έναντιογνώμων, -ον)
αυτός που έχει αντίθετη γνώμη, ασύμφωνος, αντίθετος.