ἐξαρμόνιος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ἐξαρμόνιον, out of harmony, discordant, καμπαί Pherecr.145.9, cf. ib.26.
Spanish (DGE)
-ον
mús. disonante καμπαί ref. al resultado de frecuentes modulaciones en la escala cromática, Pherecr.155.9, cf. 26.
German (Pape)
[Seite 872] unharmonisch, Phereer. bei Plut. de music. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rompt l'harmonie, discordant.
Étymologie: ἐξ, ἁρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρμόνιος: нарушающий гармонию, нестройный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρμόνιος: -ον, ἔξω τῆς ἁρμονίας, παράχορδος, ἐξαρμονίους καμπὰς ποιῶν ἐν ταῖς στροφαῖς Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1, 9.
Greek Monolingual
ἐξαρμόνιος, -ον (Α)
αυτός που είναι εκτός αρμονίας, μη αρμονικός, παράχορδος.