ἐπαποθνήσκω

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποθνήσκω Medium diacritics: ἐπαποθνήσκω Low diacritics: επαποθνήσκω Capitals: ΕΠΑΠΟΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: epapothnḗskō Transliteration B: epapothnēskō Transliteration C: epapothnisko Beta Code: e)papoqnh/skw

English (LSJ)

die after another, τινί Pl.Smp. 180a, 208d, J.BJ5.12.3; ἐπαποθνήσκω λόγοις die while yet speaking, Id.AJ13.11.3: abs., Plu.Aem.35.

German (Pape)

[Seite 904] (s. θνήσκω), dabei, hernach sterben, ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι, nach dem Gestorbenen sterben, Plat. Conv. 180 a 208 d; Ath. XIII, 602 d; absolut, nachher sterben, Plut. Aem. P. 35; τῇ νίκῃ, beim Siege, Philostr.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπαπέθνῃσκον, ao.2 ἐπαπέθανον;
mourir tout de suite après, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀποθνῄσκω.

Greek Monolingual

ἐπαποθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω μετά τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῖν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι», Πλάτ.)
2. πεθαίνω ενώ κάνω κάτι
3. απόλ. πεθαίνω.

Middle Liddell

fut. -θᾰνοῦμαι
to die after, τινί Plat.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαποθνῄσκω: (impf. ἐπαπέθνῃσκον, aor. 2 ἐπαπέθανον) (после кого-л. или чего-л.) умирать: Πατρόκλῳ ἐπαποθανεῖν Plat. умереть вслед за Патроклом; μετὰ τρεῖς ἡμέρας θριαμβεύσαντος ἐπαπέθανεν Plut. он умер спустя три дня после триумфа.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποθνήσκω: ἀποθνήσκω μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35.

Greek Monotonic

ἐπαποθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω μαζί με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.