ἐπικαρπίδιος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
[ῐδ], ον, on fruit, χνοῦς AP9.226 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 946] auf der Frucht, μήλων χνοῦς Zon. 6 (IX, 226).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur le fruit.
Étymologie: ἐπί, καρπός.
Greek Monolingual
ἐπικαρπίδιος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῦν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐπικαρπίδιος: -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαρπίδιος: (πῐ) находящийся на плодах, покрывающий плоды (χνοῦς Anth.).