ἐρεβώδης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἐρεβῶδες, dark as Erebos, like the darkness of the underworld, dark as the nether world, dark, very dark, pitch black, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
German (Pape)
[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
ténébreux ou sombre comme l'Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεβώδης: мрачный как Эреб (θάλασσα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.
Greek Monolingual
-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.