ἔκρηξις
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A breaking out, discharge, Hp.Steril.213; bursting of an abscess, Hippiatr. 20, al.; ἔκρηξις τοῦ ὕδατος Sch.Theoc.7.5.
II bursting asunder, τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 descarga, salida τῶν καταμηνίων Hp.Steril.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o
•reventón de un absceso Hippiatr.20.1, 96.3.
2 desgarrón τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, der Durchbruch, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρηξις: -εως, ἡ, διάρρηξις, Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. ἐκραγή. ΙΙ. διάρρηξις εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.
Russian (Dvoretsky)
ἔκρηξις: εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).
Greek Monolingual
η (Α ἔκρηξις)
σπάσιμο, διάρρηξη
νεοελλ.
1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)
2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)
αρχ.
1. σπάσιμο
2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα
3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό
4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις του νέφους»).