ἡμίψυκτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ἡμίψυκτον, half-dried, Str.15.1.18:—also ἡμιψυγής, ές, κόνυζα Gp.2.27.9; half-cooled, κλίβανα Dsc.3.86, cf. Paul.Aeg.3.54.
German (Pape)
[Seite 1171] dasselbe, Strab. XV, 692.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίψυκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ψυχρός, γῆ Στράβων 692: - ἡμιψῠγής, ές, κλίβανος Διοσκ. 3. 100.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίψυκτος, -ον)
μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύψυκτος, σκιόψυκτος].