ἡμιπύρωτος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπύρωτος Medium diacritics: ἡμιπύρωτος Low diacritics: ημιπύρωτος Capitals: ΗΜΙΠΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: hēmipýrōtos Transliteration B: hēmipyrōtos Transliteration C: imipyrotos Beta Code: h(mipu/rwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.

Greek Monolingual

ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκπύρωτος, απύρωτος].

Greek Monotonic

ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡμι-πύρωτος, ον [πῦρόω]
half-burnt, Anth.