ἱππόκροτος
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ἱππόκροτον, sounding with the tramp of horses, ὁδός Pi.P.5.92; γυμνάσια E.Hipp.229 (anap.); ἱ. δάπεδα γυμνάσιά τε Id.Hel.207 (lyr.), cf. AP12.131 (Posidipp.): in late Prose, Chor.Lyd.17.
German (Pape)
[Seite 1260] vom Hufschlage der Rosse ertönend, ὁδός Pind. P. 5, 86, γυμνάσια, δάπεδα Eur. Hipp. 229 Hel. 207;. Συρίη Posidip. 3 (XII, 131).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui retentit du bruit des chevaux.
Étymologie: ἵππος, κροτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόκροτος: оглашаемый конским топотом (ὁδός Pind.; γυμνάσια Eur.; Συρίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκροτος: -ον, ἠχῶν ἐκ τῶν πατημάτων τῶν ἵππων, ἱππόκροτον ὁδὸν Πινδ. Π. 5. 123˙ γυμνασίων τῶν ἱπποκρότων Εὐρ. Ἱππ. 229˙ ἱππ. δάπεδα γυμνάσιά τε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 207, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 131.
English (Slater)
ἱππόκροτος, -ον sounding with the tramp of horses ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν (P. 5.92)
Greek Monolingual
ἱππόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνόκροτος, ποσσίκροτος].
Greek Monotonic
ἱππόκροτος: -ον, αυτός που ηχεί, ακούγεται από τα πατήματα, από τον καλπασμό των αλόγων, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἱππό-κροτος, ον
sounding with horses, Eur.