ὀγκοπελεθίαν
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
πέλεθον οὖσαν, Id.
Greek Monolingual
ὀγκοπελεθίαν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πέλεθον οὖσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + πέλεθος «κόπρος»].