ὀκταδάκτυλος
English (LSJ)
ὀκταδάκτυλον, eight fingers long or eight fingers broad, Clearch.73, PCair.Zen.483 (iii B. C.):—older Att. ὀκτωδάκτῠλος Ar.Lys.109, Supp.Epigr.3.137 iii 11 (iv B. C.), IG22.1627.123, and so in Ion., Hp.Steril.221.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Fingern, acht Finger lang, breit, τὸ μῆκος Ath. VIII, 332 c. Vgl. ὀκτωδάκτυλος u. Lob Phryn. 415.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτᾰδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος ὀκτὼ δακτύλων, Κλεάρχ. παρ’ Ἀθην. 332D. Ὁ ἀρχαιότερος Ἀττ. τύπος εἶναι ὀκτωδάκτυλος, Ἀριστοφ. Λυσ. 109, Ἐπιγραφ. ἐν Βöckh’s Seewesen σελ. 502· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 415, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1150.
Greek Monolingual
και οχταδάκτυλος, -η, -ο (Α ὀκταδάκτυλος και αρχαιότ. τ. ὀκτωδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή μέγεθος οκτώ δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ, λ. οκτώ) + δάκτυλος (πρβλ. εννεαδάκτυλος)].