ὁμολεχής

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολεχής Medium diacritics: ὁμολεχής Low diacritics: ομολεχής Capitals: ΟΜΟΛΕΧΗΣ
Transliteration A: homolechḗs Transliteration B: homolechēs Transliteration C: omolechis Beta Code: o(molexh/s

English (LSJ)

ὁμολεχές, = ὁμόλεκτρος (sharing the same bed, sharing the same wife), v. ὁμογενής II ; — also ὁμόλεχος, Apollon.Soph. Lex. s.v. ἀλόχου, Sch. Th. 7.78, and ὁμόλοχος, Sch. Pi. P. 8.9.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολεχής: -ές, = ὁμόλεκτρος, ἴδε ὁμογενὴς ΙΙ., ― Οἱ τύποι ὁμόλεχος ἐν Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλόχου, ἐν Σχολ. εἰς Θεόκρ. 7. 78, καὶ ὁμόλοχος παρὰ τῷ Σχολ. Πινδ. Π. 8. 9, εἶναι παρὰ τὴν ἀναλογίαν.

Greek Monolingual

ὁμολεχής, -ές (Α)
ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινολεχής].