ὁμώροφος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμώροφος Medium diacritics: ὁμώροφος Low diacritics: ομώροφος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: homoróphios Transliteration B: homorophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(moro/fios

English (LSJ)

ὁμώροφον, = ὁμωρόφιος (being under the same roof with, lodging under the same roof with), Phanod. 13 (ὁμορρόφους, ὁμωροφίους codd. Ath.), Aesop. 10 (ὁμόροφος codd.), Babr. 12.15, etc.

German (Pape)

[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμώροφος: Babr. = ὁμωρόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.

Greek Monolingual

ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.